- θειαμινάση
- η(βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει τη μετατροπή τής θειαμίνης ή βιταμίνης B1 προς πυραμίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiaminase < thi- (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + -aminase < amin-(βλ. λ. αμίνες) + -ase (κατ' απόσπαση από το diast-ase, πρβλ. διάσταση), όρος που μεταφέρεται στην ελλ. ως -αμινάση).
Dictionary of Greek. 2013.